ΠΩΣ ΓΝΩΡΙΣΑ ΤΟΝ ΞΕΝΑΚΗ Κώστας Κακογιάννης

Πώς γνώρισα τον Ξενάκη «ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΚΟΡΥΦΗΣ»






Κεφάλαιο 1 - «Put the τούρτα down»

 

Πριν από λίγα χρόνια ο Κωστάκης είχε επισκεφθεί την πόλη Bad Reichenhall (Μπαντ Ράιχενχαλ) της Γερμανίας. Μια ήσυχη πόλη στους πρόποδες μιας εντυπωσιακής οροσειράς, στην οποία μπορείς να ανεβείς με τελεφερίκ, κάτι που ο Κωστάκης έβαλε πρώτο στη λίστα του.

 

Πλησίαζε μεσημέρι, όταν κατάφερε να φτάσει στον σταθμό. Η διαδρομή με το παλαιού τύπου κόκκινο βαγόνι, αν και νάκκον φοβητσιάρικη λόγω αναταράξεων, σου έκοβε την ανάσα. Ο οδηγός καθ’ όλη τη διάρκεια τους διηγόταν με σπασμένα αγγλικά ιστορίες για τα αξιοθέατα, που απλώνονταν δεκάδες μέτρα κάτω απ’ τα πόδια τους.




 

Τους πήρε 20 λεπτά, μέχρι να φτάσουν στη κορφή.  

Μέσα στον σταθμό, τους υποδέχθηκε ένα παραδοσιακό εστιατόριο με τζάκι και πλούσια διακοσμημένο μπουφέ. Στη μια γωνιά, κάμποσα παιδιά γυρόφερναν, προφανώς για κάποιο πάρτυ γενεθλίων, ενώ απέναντί του, πίσω απ’ τα μεγάλα γυάλινα παράθυρα, δέσποζε ένα παραμυθένιο δάσος με ψηλά πεύκα και έλατα τυλιγμένα στην ομίχλη. Παρά την πείνα του, ο Κωστάκης που λατρεύει τις βραχώδεις οροσειρές, αποφάσισε να αναβάλει το μεσημεριανό του για τον γυρισμό και έτσι ξεκίνησε την εξερεύνηση στη φύση.

 

Οι ελάχιστοι επισκέπτες που αψήφησαν το τσουχτερό κρύο περπατούσαν στον πλατύ πλακόστρωτο δρόμο, ο Κωστάκης όμως προτίμησε το στενό φιδίσιο μονοπάτι που εντόπισε πίσω από κάτι βράχια. Από τα πρώτα του βήματα ένιωσε τον χρόνο να σταματά. Όλα ήταν τόσο όμορφα, αλλά ταυτόχρονα και μυστηριώδη, λες και ζούσε τις σελίδες του Χάνσελ και της Γκρέτελ που διάβαζε μικρός. 

 

Σε κάθε στροφή η φύση του χάριζε και μια καινούργια έκπληξη γαλήνης, ομορφιάς, αλλά και κάποιας ανασφάλειας, αφού κανένας δεν ακολουθούσε τη διαδρομή αυτή. Διάφορες σκέψεις αλλά και εμπνεύσεις πλημμύριζαν το μυαλό του, όσο περπατούσε. Ακόμα και η μάγισσα, με το σοκολατένιο σπιτάκι της, πέρασε απ’ τον νου του.

 

Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη σκέψη του και ενώ περπατούσε, μια εκκωφαντική υψίφωνη κραυγή του έκοψε την ανάσα! Τρομαγμένος γύρισε αριστερά, γύρισε δεξιά, αλλά δεν μπορούσε να διακρίνει τίποτα μέσα στην πυκνή ομίχλη και έτσι αποφάσισε να κρυφτεί πίσω από έναν θάμνο, μέχρι να καταλαγιάσει ο κίνδυνος. Οι υδρατμοί από την ανάσα του άρχισαν να τον κυκλώνουν, όταν θυμήθηκε τα λόγια του οδηγού του βαγονιού, πως σε αυτό το δάσος κάποτε θεάθηκαν… αρκούδες!

 

Πέρασε κανένα δεκάλεπτο. Σκυφτός όπως ήταν, πρόσεξε πως κάτω από τον θάμνο στον οποίο κρυβόταν, βρισκόταν ένα μαύρο χάρτινο κουτί. Οι περίτεχνα σχεδιασμένες δαντέλες που το κοσμούσαν πλαισίωναν τη λέξη «Geburtstagskuchen» με χρυσά γράμματα.

 

Το κουτί δεν έδειχνε καθόλου φθαρμένο από τον καιρό. Μάλλον κάποιος θα το είχε αφήσει εκεί πολύ πρόσφατα.

 

Με την περιέργεια να τον τρώει, ξέχασε και τον λόγο για τον οποίο είχε κρυφτεί και άπλωσε το χέρι του για να πιάσει το κουτί. Τότε ένα απειλητικό μαλλιαρό πλάσμα τον αποθάρρυνε, μουγκρίζοντας, και σαν σοπράνο που στριγκλίζει αναφώνησε:

 

«Put the τούρτα down»!

 



——————————-

 



Κεφάλαιο 2  - «Χάρισμά σου»

 

Η Αντωνία ήταν τσιμπημένη με τον Stefan, τον συμφοιτητή της στην Ξενοδοχειακή Σχολή του Bad Reichenhall. Δεν βρήκε όμως την ευκαιρία να του το εκμυστηρευτεί ποτέ. Έτσι όταν επέστρεψε στην Κύπρο για τις διακοπές των Χριστουγέννων, σκέφτηκε να του πάρει ένα δωράκι ώστε να του εκφράσει την αγάπη της.

 

Στο ζαχαροπλαστείο της θείας της στα Λεύκαρα, εντόπισε ξεχασμένο σε ένα ράφι ένα αρκουδάκι με κόκκινο τρικό και μια ροζ καρδούλα. Προφανώς το τελευταίο από την πραμάτεια της γιορτής του Αγίου Βαλεντίνου που προηγήθηκε.

 

«Χάρισμά σου», της είπε η θεία, «περιμένω νέα παραλαβή στο τέλος της βδομάδας και αυτός έτσι αναμαλλιασμένος και σκονισμένος που είναι, δεν θα τον θέλει κανείς. Άσε που το αριστερό του μάγουλο είναι λερωμένο από κάποια σοκολάτα που έλιωσε και δεν καθαρίζει».

 

Τη στιγμή της ερωτικής εξομολόγησης την σχεδίαζε από την Κύπρο. Είχε μάθει από ένα ντοκιμαντέρ που είχε δει ότι οι «ριψοκίνδυνες» εξορμήσεις, όπως οι βόλτες με μηχανές, με κανό σε καταρράκτες ή ακόμα και οι διαδρομές σε τελεφερίκ, εξιτάρουν μαζί με την αδρεναλίνη και τον έρωτα, έτσι βρήκε τη μέθοδο με την οποία θα ξελόγιαζε τον Stefan!  

Του πρότεινε λοιπόν να πάνε για γεύμα στην κορφή του βουνού στο Μπαντ Ράιχενχαλ.

 

Ο Stefan αποδέχθηκε την πρόσκληση και έτσι με μεγάλη χαρά αλλά και αγωνία, η Αντωνία, που τοποθέτησε το αρκουδάκι σε μια κόκκινη χάρτινη τσαντούλα, συνάντησε το υποψήφιο αμόρε της στον σταθμό του τελεφερίκ. Την τσαντούλα την κρατούσε σφιχτά, μέχρι να βρει την κατάλληλη στιγμή της αποκάλυψης. Αντί στο βαγόνι όμως, με τον οδηγό και τους επιβάτες δίπλα τους, σκέφτηκε πως θα ήταν προτιμότερο να το τολμήσει κατά τη διάρκεια του γεύματος ή ακόμα καλύτερα στο επιδόρπιο, που θα ήταν πιο ρομαντικά.

 

Αφού έφθασαν, ο μετρ τους έδωσε ένα τραπέζι στη γωνιά κοντά στο παράθυρο με τη θέα του δάσους και της οροσειράς, έτσι το γεύμα ήταν όντως απολαυστικό, όπως ακριβώς το είχε φανταστεί η Αντωνία μας. Η ευκαιρία όμως που περίμενε, δεν ήρθε ποτέ, αφού ο Stefan, που ένιωσε άνετα στην παρουσία της, της αποκάλυψε τον κρυφό δεσμό του με την πρωτοδιόριστη καθηγήτρια τραπεζοκομίας στη Σχολή τους. Της ζήτησε μάλιστα να μην το αποκαλύψει για να μην θέσουν σε κίνδυνο τον διορισμό της, αφού οι δεσμοί καθηγητών-φοιτητών απαγορεύονταν. 

 

Η Αντωνία προσποιήθηκε πως χάρηκε, όμως με πρόφαση έναν ξαφνικό πονοκέφαλο του απολογήθηκε και έφυγε βιαστικά για να προλάβει το τελεφερίκ, που αναχωρούσε σε δύο λεπτά.

Το κόκκινο τσαντάκι με το αρκουδάκι δεν το πήρε. Αν το ξέχασε ή το άφησε σκόπιμα κάτω απ’ το τραπέζι δεν θα το μάθουμε ποτέ!

———————————

 


Κεφάλαιο 3 - «Η Σοκολατότουρτα του Αχμέτ»

 

Σουρούπωσε. Νεκρική ησυχία στο εστιατόριο. Τα γκαρσόνια αφού έστρωσαν τα τραπέζια με καθαρά τραπεζομάντιλα και σερβίτσια, ώστε να είναι έτοιμα για την επομένη, επέστρεψαν με το τελευταίο τελεφερίκ στην πόλη. Στο βουνό μόνη ανθρώπινη παρουσία ο Τούρκος νυχτοφύλακας, ο Αχμέτ.

 

Το αρκουδάκι μας φοβισμένο βρισκόταν κάτω από το τραπέζι, εγκλωβισμένο στη χάρτινη σακουλίτσα. Η Αντωνία είχε δέσει το στόμιό της με μια μεταξένια κορδέλα, έτσι ένας θεός ξέρει με πόση δυσκολία κατάφερε να βγει το καημένο, ροκανίζοντας τον κόμπο. Πεισματάρης όμως όπως είναι, τα κατάφερε και ελευθερώθηκε!

 

Δυο φώτα όλα κι όλα φώτιζαν τον σκοτεινό χώρο, αυτό της εξόδου με τα πράσινα γράμματα «Ausgang» και αυτό από τις αλέ ρετούρ πόρτες με το στρογγυλό τζάμι που οδηγούσαν στην κουζίνα. Συγχρονισμένη με το κάθε τικ από το ξύλινο ρολόι στον απέναντι τοίχο, η κοιλίτσα του άρκουδου μας τρεμόπαιζε από την πείνα. Και τότε σαν από θαύμα, μυρωδιά σοκολάτας άρχισε να γαργαλάει τη μουσίτσα του. Δεν χρειάζεται να σας πω για πού το έβαλε τρέχοντας! Κατευθείαν εκεί, στις πόρτες της κουζίνας, ναι από εκεί ερχόταν η παραδεισένια μυρωδιά!

 

Σπρώχνει το ένα φύλλο και με το κεφαλάκι του να ξεπροβάλλει, ελέγχει αν είναι ελεύθερο το πεδίο. Και τι βλέπει; Πίσω από τον πάγκο η τεράστια γκρίζα μουστακάρα του φύλακα πασαλειμμένη με σοκολάτα! Μπροστά του είχε ένα μαύρο κουτί με χρυσά γράμματα και στο δεξί του χέρι περασμένη στο πιρούνι μια κομματάρα να σοκολατίνα, προφανώς από τα απομεινάρια του πάρτι γενεθλίων που προηγήθηκε στο εστιατόριο.

 

Ο πειρασμός και η ζήλια του άρκουδου μας, που ήθελε επειγόντως να κάνει βουτιά στη σοκολατένια τούρτα, ενεργοποίησαν στο πι και φι το εξής σατανικό πλάνο: Να τραβήξει με όλη του τη δύναμη ένα από τα τραπεζομάντιλα στην τραπεζαρία, να πέσουν τα πιάτα και τα ποτήρια και σπάζοντας με εκκωφαντικό θόρυβο, να κάνουν τον Αχμέτ να φύγει από την κουζίνα ώστε να μπορέσει ο άρκουδος να αρπάξει το μαύρο κουτί της ευτυχίας!

 

Αφού έκλεισε λοιπόν, όσο πιο αθόρυβα μπορούσε, την πόρτα για να μη γίνει αντιληπτός, ενεργοποίησε το σχέδιο. Ο νυχτοφύλακας ξαφνιασμένος από τον θόρυβο, άφησε το πιρούνι και τρεχάτος με τον φακό στο χέρι άρχισε να ψάχνει για τον κλέφτη. Ο μαλλιαρός μας ήρωας κρύφτηκε προσωρινά κάτω από ένα τραπέζι. Ο Αχμέτ, αφού δεν βρήκε κάποιον στην τραπεζαρία, βγήκε έξω και άρχισε να ψάχνει περιμετρικά του σταθμού-εστιατορίου. Ο άρκουδος άδραξε την ευκαιρία και με ιλιγγιώδη ταχύτητα κατευθύνθηκε προς την κουζίνα. Αφού σκαρφάλωσε στον πάγκο και έφαγε βιαστικά μια μπουκιά σοκολατίνα, όσο για να καταλαγιάσει η πείνα του, άρπαξε το μαύρο κουτί και πήγε να κρυφτεί ξανά κάτω από το τραπέζι για να την αποτελειώσει με την ησυχία του.

 

Δεν πρόλαβε όμως, γιατί εκείνη τη στιγμή ο φύλακας ξαναμπήκε στο κτίριο και τον είδε, έτσι άρχισε να τον κυνηγά. Σαν τον Jerry με τον Tom του ξεγλιστρούσε το αρκουδάκι μας, μέχρι που κατάλαβε πως μόνη του σωτηρία θα ήταν να χαθεί στο δάσος από την ανοιχτή πλέον πόρτα του εστιατορίου.

 

Ο Αχμέτ τον κυνήγησε για αρκετή ώρα μέσα στο δάσος. Μάταια όμως. Ο άρκουδός μας κατάφερε και κρύφτηκε κάτω από έναν θάμνο και έτσι γλύτωσε.  Εξαντλημένος όπως ήταν αποκοιμήθηκε τρώγοντας, με το κεφάλι και τα χέρια μέσα στο μαύρο κουτί και τα πόδια και το κωλαράκι του να εξέχουν.


———————————-



Επίλογος:  «Οι δυο φίλοι»


Μεσημέριασε και ο άρκουδός μας ακόμα κοιμόταν, προφανώς από την πολλή ζάχαρη. Ξύπνησε βίαια όμως, όταν κάποιος τον πάτησε στο δεξί του πόδι.


Στρίγκλισε όχι τόσο από τον πόνο, αλλά από φόβο μήπως και τον βρήκε ο Αχμέτ, έτσι κουλουριάστηκε όσο πιο καλά μπορούσε στο μαύρο κουτί για να αμυνθεί. Από τη χαραμάδα διέκρινε μια χερούκλα να πλησιάζει απειλητικά στην τούρτα του. Με την πιο διαπεραστική φωνή του πετάχτηκε έξω αναμαλλιασμένος και με όσα Αγγλικά ήξερε, αναφώναξε: «Put the τούρτα down!»

 

O πανύψηλος εισβολέας αντί να φοβηθεί, άρχισε να γελά. Να γελά ασταμάτητα, προφανώς γιατί το αρκουδάκι τού φάνηκε απίστευτα χαριτωμένο. 

Το γέλιο του όμως έφερε σε αμηχανία το ζωάκι μας.

 

«Γιατί με περιπαίζεις, ρε ζοππόβορτε;»…

Το γέλιο του γίγαντα κόπηκε μαχαίρι.

-«Μα είσαι Κυπραίος;»

-«Ναι, γιατί είσαι τζαι εσύ;»

 

Σαν θαύμα φάνηκε η τρομερή αυτή σύμπτωση και στους δυο τους.

Το αρκουδάκι διηγήθηκε όλη την ιστορία του στον συντοπίτη του τον Κωστάκη, ο οποίος συγκινήθηκε τόσο που αποφάσισε να το υιοθετήσει και να το πάρει μαζί του πίσω στην Κύπρο.

 

Μέχρι εκείνη τη μέρα το μαλλιαρό ζωάκι δεν είχε όνομα. Ο Κωστάκης τον βάφτισε Ξενάκη, εις μνήμην του λατρεμένου του σκύλου με το ίδιο όνομα που είχε εξαφανιστεί.


















Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΩΣ ΓΝΩΡΙΣΑ ΤΟΝ ΠΑΜΠΟ ΚΟΥΖΑΛΗ - Κώστας Κακογιάννης

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΡΣΕΝΙΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΕΡΟΥΝΤΑΣ Κώστας Κακογιάννης