"Ο ΡΙΡΙΚΚΟΣ" ένα Χριστουγεννιάτικο παραμύθι του Κώστα Κακογιάννη

 Η Ιστορία του Ριρίκκου, ένα παραμύθι του Κώστα Κακογιάννη

(στη Κυπριακή διάλεκτο, η εκδοχή στη δημοτική πιο κάτω)
Παρτιτούρα για πιάνο και φωνή για το τραγούδι καθώς και Καραόκε εκδοχή πιο κάτω

Μια φορά τζαι ένα τζαιρό, σε ένα μικρό χωριό, τη Λεμύθου, ο πάτερ του χωρκού, ο παπα-Γιαννής* μαζί με την παπαδκιά του, την κυράν Ευτυχία, είχαν έναν χαριτωμένο γαϊδουρούι, τον Ριρίκκο.

Ο Ριρίκκος, εκτός που γεροδεμένος τζαι στρουμπουλός ήταν τόσον ομορφούλης που όσοι επερνούσαν που το σπίτι του παπά εκάμναν τζαι μια στάση που το στάβλο για να χαϊδέψουν το πλούσιο γκρίζο τρίχωμα του. 

Μέσα-μέσα εφέρναν μαζίν τους τζαι κανέναν μήλο ή τζαι κανένα παττιχόφυλλο για να τον τραττάρουν.  

Με το πολλή ντάντεμα όμως τα μυαλά του Ριρίκκου μας αρχίσαν να παίρνουν αέραν τζαι άρχισε να σκέφτεται ότι του άξιζε κάτι καλλύττερο από του να χάνει το χρόνο του στα χωράφκια κουβαλώντας πάνω-κάτω τες κάσιες με τα φρούτα τζαι τες πατάτες.

Η μόνη στιγμή που ένιωθε περήφανος ήταν τες Κυριακές που πλυμένος τζαι καθαρός όπως ήταν, έπαιρνεν κορτοτός-κορτοτός στη πλατη τον παπα-Γιαννή εις την εκκλησιά.

Κάθε Δευτέραν όμως η ίδια ρουτίνα: σπίτι-περβόλι -κουβάλημαν - αγόρά - σπίτι…

Ευτυχώς όμως που στη στράταν τους επερνούσαν τζαι που τον καφενέ του χωρκού, έτσι κάθε τόσον εκάμναν τζαι καιμιάν στάση για να πιει τον καφέ του ο παπάς τζαι να κόψει τζαι καμιάν κουβένταν με τους χωρκανούς.

Με το ραδιόφωνο του καφενείου πάντα στην διαπασών ο Ριρίκκος εχαριεντίζετουν με τα τραγούθκια που άκουεν τζαι εχόρευκεν τζει-δα. Ως τζαι τα αυτιά του ετήνασσεν τα στο ρυθμό. Μόνον άμαν αρκεύκαν οι ειδήσεις εβαρκέτουν νάκκον, αλλά επροτιμούσεν τες σίλιες φορές που το κουβάλημα.

Σιγά-σιγά έφυεν το καλοτζαίριν τζαι το φθινόπωρο τζαι μαζίν τους οι διαδρομές προς στην αγορά. Εκοντεύκαν τζαι τα Χριστούγεννα τζαι με τες κρυάδες, το μόνο που εκουβαλούσεν πιον ήταν ξύλα για τη τσιμινιά. 

Σε μιαν που τες στάσεις τους στον καφενέ, που το ραδιόφωνο ακούετουν ένα καινούργιο τραγούδι που εν το εξανάκουσεν. Ελαλούσεν για τον Ρούντολφ, έναν ελάφι με χρυσή μούτη, ο οποίος οδήγησε το έλκυθρο του Αϊ-Βασίλη.

Ο Ριρίκκος μας εφόρησεν τα! Εξήλεψεν τζαι εχτίτσιασεν.
Αν εν δυνατόν, ένα ξερατζιάρικον ελάφιν να εν πιο ικανόν που τον ροτσίν τον Ριρίκον να κουβαλήσει τον Άγιο Βασίλη τζαι τες σακούλες με τα δώρα του!

Ευτείς ετίναξεν το στρατούριν του τζαι άψεν του βούρου να παέι στη πόλη να έβρει τον Αϊ-Βασίλη.

Με τόσα μίλια που έκοψεν όμως, πριν καλά ακόμα να φτάσει, άρχισεν τζαι ενύχτωνεν. Κουρασμένος όπως ήταν αποφάσισεν να γύρει κάπου σε μια γωνιά ως το πρωί τζαι με το πρώτο φως του ήλιου να αρκέψει το ψάξιμο. 

Έτσι τζαι έγινε, τζαι μόλις εξημέρωσε εσυνέχισε το ταξίδι του για την πόλη. Ενόμιζεν ότι ήταν να δυσκολευτεί πολλά να έβρει τον Άγιον, αλλά πριν καλά να φτάσει τα προάστια τον επερήμενεν μια μεγάλη έκπληξη! Στον απέναντι δρόμο, μέσα σε μια βιτρίνα ενός μικρού καταστήματος είδεν τον ίδιον τον Άι-Βασίλη να σκαρφαλώνει πάνω σε μια σκάλα!

Έτσι χαρά!!!!
Ευτείς εμούνταρεν μες στο κατάστημα τζαι εφορτώθηκεν τον Αϊ-Βασίλη. Περήφανος για το μεγάλο κατόρθωμα του επήρε το δρόμο του γυρισμού για τη Λεμύθου.

Σε ούλη τη διαδρομή εφαντάζετουν τες τραγουθκιές, τα γλέντια με τα λαούτα τζαι τα βκιολιά, τους χορούς που θα έσυρναν οι χωρκανοί για να τον δοξάσουν. «Ο σπουδαίος ο Ριρίκκος, ο οδηγός του Αϊ-Βασίλη!»

Έτσι βουρητός τζαι χαριεντιστός που επήεννεν όμως, σαν έρεσσεν ποκάτω που μιαν τερατσιάν, εκοράτζισεν πάνω της ο Αϊ-Βασίλης. Ο ίδιος εν το πήρε χαμπάρι τζαι εσυνέχισε ανέμελος για το χωρκό.

Με το που έφτασεν στην πλατέα, εθωρούσαν τον ούλλοι με το μισό τους τζαι επεριπαίζαν τον. Ντα μπουν εν τζείνον το κότσινο το πλαστικό που κουβαλάς πας στη ράσιη σου ρε Ριρίκκο;

Ο Αϊ-Βασίλης, ο οποίος ήταν φουσκωτός είσιεν τρυπήσει πάνω στα κλαδκιά της τερατσιάς τζαι εξηφούσκωσεν…

---------------------------


*Οποιαδήποτε ομοιότητα με αληθινά πρόσωπα, εντελώς συμπτωματική.






Ο ΡΙΡΙΚΚΟΣ
μουσική-στίχοι & βίντεο
ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΚΟΓΙΑΝΝΗΣ

στο youtube https://youtu.be/l8D9gPG0e_c
ΚΑΡΑΟΚΕ εδώ :


 https://youtu.be/Gfa4VWHYVPk

Είσι' έναν γάδαρο μιτσή 
κουκλίν, σγουρτίν, αμμά ροτσίν
τζι ετάναν του παπά του 
μα αλλού ’σιεν τα μυαλά του
Ριρίκκον τον λαλούν

Ερέσσαν πο ’ναν μαχαλά 
άξιππα ακούει έναν χαβά
τον Ρούτοφ το ελάφι 
με μούττην που γρουσάφι
Ριρίκκον τον λαλούν

Εζήλεψεν τζι εχτίτζιασε 
τζιαι το στρατούριν πέταξε 
να ’βρει στην πόλη πάει 
τον Αϊ-Βασίλην Άι

ΟΠΑ...

Στη στράταν του σαν προχωρεί
θωρεί μέσ’ σ’ ένα μαχαζί 
τον Αϊ-Βασίλην Άι
μια σκάλα να βαστάει
Ριρίκκον τον λαλούν

Φορτώνεται τον τζιαι τραβά
να τον χουμίσει του παπά 
να παίξει το λαούτο 
πως έφαεν τον Ρούτοφ
Ριρίκκον τον λαλούν 
Μα πριν καλά να φτάσουσιν 
μαζί να το γιορτάσουσιν 
ετρύπησεν ο Άις
ο Αϊ-Βασίλης Άις

Λαϊ Λα, Λαϊ Λα

—————————

"Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΡΙΡΙΚΚΟΥ» Μεταφορά στη δημοτική από την Αγλαϊα Μπιλιαδέρη

Μια φορά κι έναν καιρό, σ ένα μικρό χωριό στα βουνά του Τροόδους, τη Λεμύθου, ο παπα-Γιαννής μαζί με την παπαδιά του, την κυρά Ευτυχία, είχαν ένα χαριτωμένο γαϊδουράκι, τον Ριρίκκο.

Ο Ριρίκκος, εκτός που ήταν γεροδεμένος και στρουμπουλός, ήταν τόσο συμπαθητικός, που όποιος περνούσε από το σπίτι του παπά, έτρεχε κι από το σταύλο δίπλα από το σπίτι για να τον χαϊδέψει. Πότε στ’ αυτιά, πότε στο λαιμό, πότε στην πλάτη πάνω στο μαλακό γκρίζο τρίχωμά του.

Στα κρυφά, κάποιοι περαστικοί του άφηναν φρούτα ή κανένα μεγάλο λαχανόφυλλο, που τα λάτρευε και τα έτρωγε με μεγάλη όρεξη.

Με το πολύ ντάντεμα όμως, τα μυαλά του Ριρίκκου μας άρχισαν να παίρνουν αέρα και φανταζόταν ότι του άξιζε κάτι καλύτερο απ΄ το να χάνει το χρόνο του στα χωράφια, κουβαλώντας πάνω – κάτω τις κάσες με τα φρούτα ,τις πατάτες και τα λαχανικά.

Η μόνη στιγμή που ένιωθε περηφάνια, ήταν τις Κυριακές, που πλυμένος και καθαρός έπαιρνε κορδωτός κορδωτός στην πλάτη του τον παπαΓιάννη για την εκκλησία.

Έλα όμως που κάθε Δευτέρα ξανάρχιζέ την ίδια κουραστική ρουτίνα: σπίτι – περιβόλι- κουβάλημα – αγορά – σπίτι…

Το ευχαριστιόταν όμως, που καμιά φορά που περνούσαν απ’ το καφενείο, έκαναν στάση για να πιεί τον καφέ του ο παπάς και να πει και καμιά κουβέντα με τους χωριανούς.

Το ραδιόφωνο του καφενείου ήταν πάντα στη διαπασών, κι έτσι ο Ριρίκκος χαιρόταν με τα τραγούδια που άκουγε. Του άρεσε πολύ να χορεύει, εδώ – εκεί, ως και τ αυτιά του κουνούσε με το ρυθμό!! Όταν άρχιζαν όμως οι ειδήσεις με τα παραμύθια των πολιτικών, βαριόταν πολύ, αλλά και πάλι, τις προτιμούσε χίλιες φορές από το κουβάλημα.

Ειδικά στις αρχές εκείνου του φθινοπώρου, του βγήκε η πίστη του καημένου του Ριρίκκου. Ο παπάς είχε πολλά αμπέλια και όλες εκείνες τις κάσες με τα σταφύλια έπρεπε να τις κουβαλάει μονάχος του. Έτσι πήγαινε συνέχεια πάνω- κάτω, πάνω- κάτω…

Ευτυχώς όμως, σιγά σιγά έφτασε ο χειμώνας κι έτσι λιγόστεψαν οι δουλειές και οι διαδρομές προς την αγορά.
Κι έτσι που έσφιξαν τα κρύα και κόντευαν και τα Χριστούγεννα, το μόνο που κουβαλούσε πια ήταν τα ξύλα για το τζάκι και το φούρνο της παπαδιάς.

Μια μέρα, στα μέσα του Δεκέμβρη, σε μια απ’ τις στάσεις τους στο καφενείο, ακούγονταν από το ραδιόφωνο ένα καινούριο τραγούδι για ένα ελάφι που το έλεγαν Ρούντολφ.
Αυτός ο Ρούντολφ, σύμφωνα με τα λόγια του τραγουδιού, είχε μια μύτη που έλαμπε τόσο πολύ που ο Άγιος Βασίλης τον διάλεξε για να οδηγάει εκείνος το έλκηθρό του, ώστε να του φέγγει το δρόμο μες στη νύχτα.

Ο Ριρίκκος μας με το που το άκουσε το τραγούδι, ζήλεψε πάρα πολύ και πείσμωσε. «Αν είναι δυνατόν, ένα κοκκαλιάρικο ελάφι να είναι πιο ικανό από μένα, τον εύρωστο, τον δυνατό το Ριρίκκο και να κουβαλάει όχι μόνο τον Αη-Βασίλη που είναι κι έτσι μεγαλόσωμός αλλά και τους σάκκους με τα δώρα!»

Αμέσως νευριασμένος, τίναξε τα λουριά του, λύθηκε και άρχισε να τρέχει να πάει στην πόλη για να βρει τον Άγιο…

--------------

Πήγαινε, πήγαινε, πήγαινε μα με τόσα χιλιόμετρα που περπάτησε, κουράστηκε και πριν καλά καλά φτάσει στην πόλη, άρχισε να νυχτώνει. Κουρασμένος όπως ήταν, αποφάσισε να ξαπλώσει κάπου εκεί σε μια γωνιά μέχρι το πρωί και με το πρώτο φως του ήλιου ν αρχίσει το ψάξιμο.

Έτσι κι έγινε και μόλις ξημέρωσε συνέχισε το ταξίδι του για την πόλη. Σκεφτόταν όμως πού στο καλό θα μπορούσε να βρει τον Αη-Βασίλη. Μέσα σε καμιά καμινάδα; Μέσα σε καμιά εκκλησία;

Κι εκεί που νόμιζε ότι θα δυσκολευτεί πολύ, πριν καλά καλά φτάσει στην αρχή της πόλης, τον περίμενε μια έκπληξη!
Στον απέναντι δρόμο , μέσα σε μια βιτρίνα σ ένα μικρό καταστηματάκι που πουλούσε ψωμιά, είδε τον Αη-Βασίλη να σκαρφαλώνει σε μια σκάλα!

Τέτοια χαρά δεν ξανάνιωσε στα εννιά του χρόνια!!! Αμέσως όρμησε και μπαίνοντας με θράσος αλλά και με θάρρος στο μαγαζί, άρπαξε τον Αη-Βασίλη και τον φορτώθηκε. Περήφανος για το μεγάλο του κατόρθωμα πήρε το δρόμο του γυρισμού για τη Λεμύθου…

------------------------

Σε όλη τη διαδρομή φανταζόταν τα τραγούδια, τα γλέντια με τα λαούτα και τα βιολιά τους χορούς που θα έσερναν οιχωριανοί του για να τον υποδεχτούν. «Ο σπουδαίος ο Ριρίκκος, ο οδηγός του Αη –Βασίλη!»

Έτσι τρεχάτος και χαρούμενος που πήγαινε όμως, όπως σύρθηκε και πέρασε ξυστά κάτω από μια κερασιά, ένα κλαδί πιάστηκε πάνω στον Αη-Βασίλη. Ο ίδιος δυστυχώς δεν το κατάλαβε, και συνέχισε ανέμελος το δρόμο του για το χωριό.

Με το που πλησίασε στην πλατεία, σήκωσε όσο πιο περήφανα μπορούσε το κεφάλι του και με βάδισμα λες κι ήταν άλογο, άρχισε να περιφέρεται για να τον θαυμάσουν. Ο παπαΓιάννης χάρηκε πολύ που τον είδε κι έτρεξε ν αγκαλιάσει τον χαμένο του γάιδουράκο. Κανένας όμως, ούτε τον χειροκρότησε ούτε του τραγούδησε. 

Κάτι μικρά παιδιά που έπαιζαν μπάλα όμως, άρχισαν και γελούσαν και τον κορόιδευαν.
«Μα τι είναι εκείνος ο κόκκινος μουσαμάς που κουβαλάς στην πλάτη σου βρε Ριρίκκο;»

Πού να καταλάβει ο καημένος ο Ριρίκκος μας ότι ο Αη-Βασίλης που κουβάλησε με τόσο καμάρι ήταν φουσκωτός και ότι με το που ακούμπησε πάνω στα κλαδιά της κερασιάς τρύπησε και ξεφούσκωσε…..

ΤΕΛΟΣ

Costas CACOYANNIS Κώστας ΚΑΚΟΓΙΑΝΝΗΣ
https://youtu.be/l8D9gPG0e_c

Ο ΡΙΡΙΚΚΟΣ Καραόκε εκδοχή



















Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΩΣ ΓΝΩΡΙΣΑ ΤΟΝ ΠΑΜΠΟ ΚΟΥΖΑΛΗ - Κώστας Κακογιάννης

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΡΣΕΝΙΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΕΡΟΥΝΤΑΣ Κώστας Κακογιάννης

ΠΩΣ ΓΝΩΡΙΣΑ ΤΟΝ ΞΕΝΑΚΗ Κώστας Κακογιάννης